- στάδα
- Αφρ. «λίμνην στάδα» — λίμνη τελματώδη, με ακύμαντα νερά («ἀπὸ τοῡ Εύστάδα λίμνην ἔχομεν ἁπλοῡν τὸ Στάδα λίμνηνσημαίνει δὲ τὴν καλῶς ἱσταμένην», Χοιροβ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στᾰ- τού ἵστημι* + επίθημα -ιάς, -άδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.